υπόδικος

υπόδικος
Αρχαίος ρυθμικός και μουσικός. Έζησε τον 6o αι π.Χ. . Καταγόταν από τη Χαλκίδα και θεωρείται ως ο νικητής του πρώτου διθυραμβικού διαγωνισμού, που έγινε στην Αθήνα το 508 π.Χ. Επιπλέον συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πρώτους εισηγητές χορού ανδρών στο διθύραμβο.
* * *
-η, -ο / ὑπόδικος, -ον, ΝΑ- πρόσωπο εναντίον τού οποίου έχει απαγγελθεί κατηγορία από μια δικαστική αρχή, αλλά δεν έχει δικαστεί ακόμη
νεοελλ.
αυτός που βαρύνεται με κατηγορίες, που είναι κατηγορούμενος ή θεωρείται υπεύθυνος για κάτι, υπόλογος («είναι υπόδικοι στη συνείδηση τού λαού»)
αρχ.
αυτός που είναι απόλυτα εξαρτημένος από κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + -δικος (< δίκη), πρβλ. κατά-δικος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὑπόδικος — brought to trial masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπόδικος — η, ο 1. κατηγορούμενος που δεν έχει ακόμη δικαστεί. 2. αυτός που τον βαρύνουν κατηγορίες, που θεωρείται υπεύθυνος για κάτι: Ο υπουργός είναι υπόδικος για την τρίμηνη απεργία των μεταλλωρύχων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπόδικον — ὑπόδικος brought to trial masc/fem acc sg ὑπόδικος brought to trial neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδίκοις — ὑπόδικος brought to trial masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδίκου — ὑπόδικος brought to trial masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδίκους — ὑπόδικος brought to trial masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδίκων — ὑπόδικος brought to trial masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόδικα — ὑπόδικος brought to trial neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόδικοι — ὑπόδικος brought to trial masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”